legal_cover_rsm_brief_july_2019.png

Η διάκριση της σύμβασης μαθητείας από αυτή της εξαρτημένης εργασίας αποτελεί ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Πέραν των προβλεπόμενων δυνατοτήτων πρακτικής άσκησης σε επιχειρήσεις, ως τμήμα των προγραμμάτων σπουδών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, είναι συχνό φαινόμενο νέοι άνθρωποι με θεωρητική – εκπαιδευτική κατάρτιση να επιδιώκουν την απόκτηση πρακτικής εμπειρίας με σκοπό την είσοδο τους στην αγορά εργασίας. Από την άλλη πλευρά δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο υποκατάστασης της μισθωτής εργασίας με μαθητευόμενους ή άλλες μορφές απασχόλησης που βρίσκονται στα όρια της μισθωτής εργασίας,  με αποτέλεσμα η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας να τίθεται εν αμφιβόλω. 

Είναι συνεπώς σημαντικό να διακρίνει κανείς τα όρια μεταξύ των δύο συμβάσεων, ώστε να υπάρχει διαχωριστική γραμμή και δυνατότητα επιλογής με βάση τον επιδιωκόμενο κάθε φορά σκοπό.   

Έχει κριθεί ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνημένης εργασίας του μισθωτού και οι οδηγίες του εργοδότη ως προς τον τρόπο, τον χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας είναι δεσμευτικές για τον μισθωτό, ενώ αυτός έχει υποχρέωση να τις ακολουθεί δεχόμενος την άσκηση εργοδοτικού ελέγχου για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς τις οδηγίες αυτές. Είναι ξεκάθαρο ότι στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας κύριος σκοπός είναι η παροχή εργασίας από τον μισθωτό και σ` αυτόν αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι (ΑΠ Ολ 19/1987 ΝοΒ 36,83).

Από την άλλη πλευρά, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης.

Η σύμβαση μαθητείας ειδικεύεται περεταίρω σε γνήσια σύμβαση μαθητείας και σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου.

Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, ενώ η τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και τον σκοπό της σύμβασης, και δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κ.λ.π.,. 

Έτσι στη γνήσια σύμβαση μαθητείας μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο εργοδότης θα καταβάλλει στον μαθητευόμενο μισθό (κατώτερο από τον μισθό του καταρτισμένου μισθωτού) για την ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του τελευταίου, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαμβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη (ΑΠ Ολ 19/1987, ο.π., ΑΠ 1268/1988 ΔΕΝ 45,603, Κουκιάδη Εργατικό Δίκαιο έκδοση 1995, σελ. 271)

Αντίθετα, στην περίπτωση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου, ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει πρωτίστως εργασία, με παράλληλη επιδίωξη την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, με αποτέλεσμα η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους να επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια. Προέχων σκοπός είναι η παροχή εργασίας εκ μέρους του μαθητευομένου, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος από τον μαθητευόμενο, σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (Α.Π. 2052|1990). Κατά συνέπεια στην περίπτωση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζεται το σύνολό των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας,

Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης (ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου) αποτελεί κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποιά συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση.