Η ετήσια άδεια αναψυχής χορηγείται σε όλους τους εργαζόμενους που απασχολούνται με σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού διακαίου.  Η χορήγηση αυτής της άδειας αποβλέπει στη διακοπή της παροχής εργασίας για ορισμένο χρόνο ώστε οι εργαζόμενοι να αναπαυθούν και να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους, ενώ παράλληλα για το διάσημα αυτό λαμβάνουν τις συνήθεις αποδοχές τους. Τα θέματα της χορήγησης αυτής της άδειας ρυθμίζονται βασικά  με τον Α.Ν. 539/1945, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα. Κατά το διάστημα λήψης άδειας οι μισθωτοί έχουν δικαίωμα λήψης αποδοχών και επιδόματος αδείας. Η καταβολή αποδοχών αδείας αλλά και του επιδόματος είναι συνυφασμένη με την προστασία της άδειας. Οι αποδοχές άδειας και το επίδομα προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της άδειας του, και δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός τους με ανώτερες των νομίμων αποδοχών, ούτε κατόπιν ρητής συμφωνίας εργαζομένου – εργοδότη.  Πιο συγκεκριμένα:

Α. Αποδοχές κατά την χορήγηση της αδείας

Κατά τη χρονική περίοδο που κάθε εργαζόμενος θα λάβει την άδεια του δικαιούται να λάβει  τις συνήθεις αποδοχές του, δηλαδή τις αποδοχές που θα λάμβανε αν εργαζόταν κατά εκείνη την περίοδο. Αναλυτικότερα, στους μισθωτούς κατά την περίοδο που λαμβάνουν την κανονική τους άδεια θα τους καταβληθούν οι αποδοχές που καταβάλλονται τακτικά, όπως δηλαδή ως όταν εργάζονταν. Επιπροσθέτως, έχει κριθεί νομολογιακά ότι στις αποδοχές αδείας περιλαμβάνεται η αμοιβή για παροχή εργασίας τις Κυριακές και εορτές, και η αμοιβή για νυχτερινή εργασία, η αμοιβή για υπερεργασία υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται σε τακτική βάση και η αμοιβή για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση που θα πραγματοποιούσε ο εργαζόμενος κατά το διάστημα της άδειας του. 

Για τους εργαζομένους που αμείβονται με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, για τον υπολογισμό  των αποδοχών αδείας, πολλαπλασιάζεται το μέσο όρο των ημερήσιων αποδοχών που έλαβαν από την λήξης της άδειας του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, ή από την πρόσληψή τους αν λαμβάνουν άδεια για πρώτη φορά με το αριθμό των εργάσιμων ημερών που δικαιούνται να λάβουν ως άδεια.

Β. Επίδομα αδείας

Εκτός από τις αποδοχές αδείας κάθε εργαζόμενος δικαιούται να λάβει και το επιδόματος αδείας. Το επίδομα αδείας αποτελεί παρακολούθημα του δικαιώματος λήψης άδειας και για αυτό δεν υπάρχει ειδικός τρόπος υπολογισμού των αποδοχών. Επιπροσθέτως, το επίδομα αδείας έπεται των αποδοχών αδείας, και δεν μπορεί να υπερβεί τις αποδοχές ½ μηνιαίου μισθού για τους μισθωτούς ή τα 13 ημερομίσθια για τους εργαζόμενους που αμείβονται με ημερομίσθιο.

Γ. Λύση της εργασιακής σχέσης πριν τη λήψη άδειας.

Τις αποδοχές και το επίδομα αδείας δικαιούνται οι μισθωτοί ακόμα και σε περίπτωση λύσης της εργασιακής τους σχέσης. Έτσι αν η εργασιακή σχέση λυθεί με οποιοδήποτε τρόπο πριν ο μισθωτός λάβει την κανονική του άδεια, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, με τις παρακάτω διακρίσεις:

Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος:

Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται αποδοχές άδειας 2 ημερομισθίων για κάθε μήνα απασχόλησης, και 2 ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης ως επίδομα αδείας έως τη συμπλήρωση ποσού που αντιστοιχεί σε μισό μισθό ή σε 13 ημερομίσθια.

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος:

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο εργαζόμενος δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης για αποδοχές άδειας και 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης ως επίδομα αδείας έως τη συμπλήρωση ποσού που αντιστοιχεί σε μισό μισθό ή σε 13 ημερομίσθια.

Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και εφεξής:

Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και στο εξής ο εργαζόμενος θα δικαιούται να λάβει πλήρεις αποδοχές και επίδομα αδείας, δηλαδή τις αμοιβές  που του καταβάλλονταν αν λάμβανε την άδεια του κατά το χρονικό σημείο της λύσης της εργασιακής του σχέσης.

Σύμφωνα με τη νομολογία ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα αδείας κατά το χρόνο λύσης της εργασιακής του σχέσης, καθώς αυτό το χρονική σημείο αποτελεί δήλη ημέρα πληρωμής.

Τέλος πρέπει αν σημειωθεί ότι οι αποδοχές της ετήσιας κανονικής άδειας και του επιδόμας αδείας υπόκεινται σε κρατήσεις, και συγκεκριμένα σε εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ, κατά το τον ίδιο τρόπο που υπόκεινται και οι λοιπές αποδοχές των εργαζομένων. Αντίθετα δεν υπόκειται στις παραπάνω κρατήσεις η αποζημίωση αδείας που λαμβάνουν οι μισθωτοί σε περίπτωση λύσης της εργασιακής τους σχέσης.

Απόλυση κατά το χρόνο της κανονικής άδειας. Η απόλυση εργαζόμενου κατά τη χρονική περίοδο που βρίσκεται σε κανονική άδεια θεωρείται άκυρη, έστω και αν ακόμη έχει τηρήσει όλες τις νόμιμες διαδικασίες.

Δ. Γνωστοποίηση στοιχείων ετήσιας άδειας.

Οι εργοδότες έχουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν με το έντυπο Ε11 (στο ΕΡΓΑΝΗ) εντός του μηνός Ιανουαρίου (από 1.1 έως και 21.1 κάθε έτους) τα στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας στο προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Επίσης, οι εργοδότες υποχρεούνται να τηρούν του «βιβλίο Αδειών» στο οποίο καταχωρούνται τα στοιχεία της άδειας και του επιδόματος αδείας.