Η εξασφάλιση ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών τόσο σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο όσο και στο ειδικότερο επίπεδο της εργασίας αποτελεί κοινό τόπο, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και εντός των συνόρων. Αλλεπάλληλες είναι οι προσπάθειες του ευρωπαϊκού αλλά και του εσωτερικού νομοθέτη για δημιουργία νομικού πλαισίου που θα οδηγήσει στην ουσιαστική ισότητα, στην ενίσχυση της θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας, στην ίση αμοιβή ανδρών και γυναικών, αλλά και σε ίσες δυνατότητες πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η εξασφάλιση της ισότητας αλλά και η δυνατότητα λήψης θετικών μέτρων για την εξάλειψη των διακρίσεων προβλέπονται και από διατάξεις του Συντάγματος. Ακόμα, ιδιαίτερης σημασίας είναι και το κοινοτικής προέλευσης νομοθετικό πλαίσιο, προστασίας από περιστατικά που συνιστούν παρενόχληση λόγω φύλου, και ειδικότερα σεξουαλική παρενόχληση.  

Ο πιο καίριος, ίσως, τομέας στον οποίο οι εργαζόμενες γυναίκες χρήζουν άμεσης και αποτελεσματικής προστασίας, είναι το ζήτημα της μητρότητας. Για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης αλλά και οι κοινωνικοί εταίροι έχουν δημιουργήσει ένα οπλοστάσιο προστασίας των εγκύων και των μητέρων, τόσο κατά το διάστημα της εγκυμοσύνης όσο και μετά από αυτό. 

Ειδικότερες ρυθμίσεις που παρέχουν προστασία στις γυναίκες εργαζόμενες κατά την ιδιαίτερα ευαίσθητη αυτή περίοδο είναι:

Α. Απαγόρευση απόλυσης εγκύου 
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό. Η προστασία επεκτείνεται και κατά το τυχόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απουσίας, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό. Κατά το διάστημα αυτό επιτρέπεται να γίνει απόλυση της εγκύου μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος. Επίσης ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει την καταγγελία και στο ΣΕΠΕ. Ως σπουδαίος λόγος, φυσικά, δεν μπορεί να θεωρηθεί η ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη (α. 36  παρ. 1 ν. 3996/2011). 

Β. Άδεια μητρότητας 
Στις εγκύους που εργάζονται χορηγείται άδεια μητρότητας, συνολικής διάρκειας 17 εβδομάδων. Από αυτές οι 8 εβδομάδες χορηγούνται υποχρεωτικά πριν την πιθανή ημερομηνία τοκετού και οι υπόλοιπες 9 εβδομάδες, χορηγούνται μετά τον τοκετό (α. 11 ν. 2874/2000 , ΕΓΣΣΕ 2000).  

Γ. Άδεια απουσίας φροντίδας παιδιού
Ακόμα, οι μητέρες εργαζόμενες δικαιούνται για χρονικό διάστημα 30 μηνών από τη λήξη της άδειας λοχείας, είτε να προσέρχονται αργότερα, είτε να αποχωρούν νωρίτερα κατά μία ώρα κάθε ημέρα.  Εναλλακτικά με συμφωνία του εργοδότη, το ημερήσιο ωράριο των μητέρων μπορεί να ορίζεται μειωμένο κατά δύο ώρες ημερησίως για τους πρώτους δώδεκα μήνες και σε μία ώρα για 6 επιπλέον μήνες. Σε περίπτωση που δεν κάνει χρήση του δικαιώματος η μητέρα, είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει την παραπάνω άδεια ο πατέρας. Επίσης, σε συνεννόηση με τον εργοδότη, είναι δυνατό το μειωμένο ωράριο να χορηγηθεί και ως ισόχρονη άδεια με αποδοχές. (ΕΓΣΣΕ 2002, ΕΓΣΣΕ 2004) 

Δ. Ειδική 6μηνη άδεια
Τέλος, η μητέρα που είναι ασφαλισμένη του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, και εργάζεται με σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, μετά τη λήξη της άδειας λοχείας και της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, όπως προβλέπεται από την ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 - 2005, δικαιούται να λάβει ειδική άδεια προστασίας μητρότητας 6 μηνών. Αν δεν κάνει χρήση της προβλεπόμενης από την ως άνω ΕΓΣΣΕ ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, η μητέρα δικαιούται αμέσως μετά τη λήξη της άδειας λοχείας την ειδική άδεια προστασίας της μητρότητας, στη συνέχεια δε και το μειωμένο ωράριο. Επιπλέον κατά τη διάρκεια της ως άνω ειδικής άδειας, ο ΟΑΕΔ υποχρεούται να καταβάλλει στην εργαζόμενη μητέρα μηνιαίως ποσό ίσο με τον κατώτατο μισθό, όπως κάθε φορά καθορίζεται με βάση την ΕΓΣΣΕ, καθώς και αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας με βάση το προαναφερόμενο ποσό  (α. 142 ν. 3655/2008).