Στην εποχή της οικονομικής κρίσης η ανάγκη για μείωση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων οδηγεί συχνά σε αναζήτηση εναλλακτικών μορφών κάλυψης των αναγκών σε εργατικό δυναμικό. Μια από τις μορφές εργασίας που ήρθαν στο προσκήνιο, ιδίως με την ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνολογίας, είναι η τηλεργασία η οποία αν και δεν αποτελεί ευρέως διαδεδομένη μορφή εργασίας στη χώρα μας, θα μπορούσε να αποτελέσει μια λύση για τη μείωση λειτουργικού κόστους.

Ειδικότερα τηλεργασία είναι η μορφή εργασίας, η οποία έχει οργανωθεί και εκτελείται έκτος των εγκαταστάσεων του εργοδότη, από εργαζόμενους, που χρησιμοποιούν τεχνολογίες πληροφορικής. Ο όρος καλύπτει κάθε εργασία από απόσταση, και όχι μόνο την εργασία κατ’ οίκον, καθιστώντας την έννοια ιδιαίτερα ευρεία. Επιπλέον πρέπει η παροχή εργασίας εξ αποστάσεως  να γίνεται κατά τρόπο συνήθη ή κανονικό.

Το νομικό πλαίσιο της τηλεργασίας καθορίσθηκε με νομοθετική διάταξη σχετικά πρόσφατα και συγκεκριμένα με το άρθρο 5 ν. 3846/2010.

Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη ο εργοδότης όταν καταρτίζει σύμβαση εργασίας για τηλεργασία, υποχρεούται να παραδίδει γραπτώς στον εργαζόμενο, μέσα σε οκτώ (8) ημέρες, το σύνολο των πληροφοριών που αναφέρονται στην εκτέλεση της εργασίας και ειδικότερα ως προς την ιεραρχική σύνδεση με τους προϊσταμένους του στην επιχείρηση, τα λεπτομερή καθήκοντα του, τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, τον τρόπο μέτρησης του χρόνου εργασίας, την αποκατάσταση του κόστους που προκαλείται από την παροχή της (τηλεπικοινωνίες, εξοπλισμός, βλάβες συσκευών κλπ.). Επιπλέον αν στη σύμβαση περιέχεται συμφωνία για τηλε-ετοιμότητα ορίζονται τα χρονικά της όρια και οι προθεσμίες ανταπόκρισης του μισθωτού. Σε περίπτωση που μετατρέπεται κανονική εργασία σε τηλεργασία, καθορίζεται στη συμφωνία αυτή μια περίοδος προσαρμογής τριών (3) μηνών, κατά την οποία οποιοδήποτε από τα μέρη, μετά από τήρηση προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, μπορεί να θέσει τέλος στην τηλεργασία και ο μισθωτός να επιστρέψει στην εργασία του σε αντίστοιχη θέση αυτής που κατείχε.

Σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο εργοδότης αναλαμβάνει σε κάθε περίπτωση το κόστος που προκαλείται στον μισθωτό από τη μορφή αυτή εργασίας και ειδικότερα των τηλεπικοινωνιών. Έτσι λοιπόν παρέχεται στον μισθωτό τεχνική υποστήριξη για την παροχή της εργασίας του και ο εργοδότης αναλαμβάνει να αποκαταστήσει τις δαπάνες επισκευής των συσκευών (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ανήκουν στο μισθωτό εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά) που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεσή της ή να τις αντικαταστήσει σε περίπτωση βλάβης. Στη σύμβαση ή στη σχέση εργασίας ορίζεται ο τρόπος χρηματικής αποκατάστασης εκ μέρους του εργοδότη της χρησιμοποίησης του οικιακού χώρου εργασίας του μισθωτού.

Ακόμα σύμφωνα με το νόμο ο εργοδότης, το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την κατάρτιση της  σύμβασης εργασίας, οφείλει να πληροφορεί γραπτώς τον τηλεργαζόμενο για το πρόσωπο και για τα στοιχεία επικοινωνίας των εκπροσώπων του προσωπικού στην επιχείρηση.

Τέλος, όσον αφορά στην νομική φύση της τηλεργασίας, αυτή μπορεί να αποτελεί εξαρτημένη εργασία ή να έχει τη φύση άλλης συμβάσεως (π.χ. σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, σύμβαση έργου). Κριτήριο αποτελεί το αν η εργασία παρέχεται υπό συνθήκες εξάρτησης. Η σχετική κρίση λαμβάνει χώρα κατά περίπτωση και με βάση τα εκάστοτε ισχύοντα πραγματικά περιστατικά. Σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 1 του  ν. 3846/2010  ισχύει τεκμήριο υπέρ εξαρτημένης εργασίας. Ειδικότερα σύμφωνα με την ως άνω διάταξη «η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ` οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει η περίπτωση να θεωρηθεί ότι μία συμφωνία (ακόμα και αν χαρακτηρίζεται από τα μέρη ως σύμβαση έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών) υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες. Ωστόσο η αναγνώριση της σχέσεως ως εξαρτημένης εργασίας ανήκει στην κρίση των Δικαστηρίων τα οποία είναι αρμόδια να κρίνουν την κάθε περίπτωση.