Η νομιμότητα των διαδοχικών παρατάσεων του χρόνου παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων αποτελεί ένα από τα πλέον αμφισβητούμενα σημεία των φορολογικών ελέγχων, οι οποίοι διεξάγονται τόσο σε φυσικά όσο και νομικά πρόσωπα. Οι φορολογικές αρχές κοινοποιούν φύλλα ελέγχου και βεβαιώνουν φόρους και πρόστιμα για τα έτη 2000 και μετά, ενώ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία οι σχετικές υποθέσεις, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, θα έπρεπε να είχαν παραγραφεί.

Την συνταγματικότητα των νόμων που προέβλεπαν την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής καλείται πλέον να κρίνει η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας. Το θέμα παρέπεμψε στην Ολομέλεια η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ 675/2017, η οποία έκρινε ότι οι εν λόγω νόμοι αντίκεινται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ασφάλειας δικαίου. Συγκεκριμένα η απόφαση έκρινε τη μη συνταγματικότητα των νόμων 3513/2006 άρθρο 11, 3697/2008 άρθρο 29, 3790/2009 άρθρο 10 και 3842/2010 άρθρο 82 όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 3862/2010 άρθρο 92 παράγραφος 3β, με τους οποίους παρατάθηκαν διαδοχικά οι προθεσμίες παραγραφής που έληγαν αντίστοιχα α) την 31.12.2006 και την 31.12.2007, β) την 31.12.2008, γ) την 31.12.2009 και δ) την 30.06.2010. 

Η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος. Ως ειδικότερη εκδήλωση της, αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους.

Η παραγραφή των φορολογικών υποχρεώσεων πρέπει  να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας. Προς τούτο το σκοπό, πρέπει να εξασφαλίζεται η άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου για την εξακρίβωση της εκ μέρους των φορολογουμένων τηρήσεως των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όμως να ενθαρρύνεται η απραξία των φορολογικών αρχών. Επιπροσθέτως, δεν πρέπει να αφήνονται οι φορολογούμενοι έκθετοι, αφενός σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου, αφετέρου στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου. Τέλος, πρέπει να διασφαλίζεται το Δημόσιο έναντι του κινδύνου αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων, μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την γένεση των σχετικών φορολογικών υποχρεώσεων, ποσών φόρων λόγω της ενδεχομένως εν τω μεταξύ επελθούσης επιδεινώσεως της οικονομικής καταστάσεως των φορολογουμένων.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η εξεταζόμενη απόφαση του ΣτΕ στο άρθρο 78 του Συντάγματος, το οποίο αφενός ορίζει ότι κανένας φόρος δεν επιβάλλεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας, το εισόδημα, κ.λπ.  και αφετέρου ότι δεν μπορεί να επιβληθεί φόρος με νόμο αναδρομικής ισχύος, ο οποίος επεκτείνεται πέρα από το προηγούμενο οικονομικό έτος εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάρκεια παραγραφής, ως ουσιαστικό στοιχείο της φορολογικής ενοχής, πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων, ενώ τυχόν επιμήκυνσή της είναι δυνατή μόνον με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο εντός του επόμενου έτους από τη γένεση της φορολογικής υποχρέωσης.  Κατά συνέπεια, διάταξη περί παρατάσεως χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, των οποίων η έναρξη του χρόνου παραγραφής είναι προγενέστερη του προηγούμενου της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού ημερολογιακού έτους, είναι ανίσχυρη, για τον λόγο ότι θα τροποποιούσε κατά τον τρόπο αυτό αναδρομικά εις  βάρος των φορολογουμένων το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο γενέσεως των φορολογικών τους υποχρεώσεων. 

Σκοπός των φορολογικών ελέγχων δεν είναι ούτε η τιμωρία των φορολογουμένων που παρέβησαν τις υποχρεώσεις τους ούτε απλώς η βεβαίωση φόρων και σχετικών προστίμων, αλλά η είσπραξή τους, καθόσον μόνον με την είσπραξη των φόρων επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος με την πρόβλεψή τους σκοπός, δηλαδή η κάλυψη των δαπανών που απαιτούνται για την λειτουργία του κράτους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του έναντι των πολιτών. Εξάλλου, η φορολογική διοίκηση, έχουσα προδήλως περιορισμένους ανθρώπινους και υλικούς πόρους και επιβαρυμένη με την υποχρέωση ταυτοχρόνου ελέγχου τόσο παλαιών υποθέσεων, διεπομένων ενδεχομένως, ενόψει των αλλεπαλλήλων τροποποιήσεων της φορολογικής νομοθεσίας, από μη ισχύουσες πλέον κατά τον χρόνο του ελέγχου διατάξεων, όσο και νέων υποθέσεων, διατρέχει τον κίνδυνο να επικεντρώνει την προσοχή της στη διενέργεια ελέγχων στις παραμένουσες σε εκκρεμότητα υποθέσεις παρελθόντων ετών, με συνέπεια να μην είναι σε θέση να ασκήσει ελέγχους για την εξακρίβωση τηρήσεως της ήδη ισχυούσης φορολογικής νομοθεσίας, οι οποίοι θα ήταν ενδεχομένως και περισσότερο αποτελεσματικοί και λυσιτελείς και θα συνέβαλαν στην εμπέδωση στους φορολογουμένους της συνειδήσεως των φορολογικών τους υποχρεώσεων.

 

Λοιπές αποφάσεις ΣτΕ περί παραγραφής
Αναφορικά με το θέμα επισημαίνονται προγενέστερες αποφάσεις του ΣτΕ:
α) Ολομέλεια ΣτΕ 3174/2014
β) ΣτΕ 888/2016 & ΣτΕ 1623/2016