Με τη δημοσίευση του Νόμου 4449/2017 στις 24 Ιανουαρίου 2017, ενσωματώνεται στο Εθνικό δίκαιο η κοινοτική οδηγία 2014/56/ΕΕ αναφορικά με τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων Οικονομικών Καταστάσεων. Ο εν λόγω Νόμος αποτελεί πλέον το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη δομή, σύσταση και λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου.

Η οδηγία 2014/56/ΕΕ ουσιαστικά τροποποιεί την προγενέστερη οδηγία 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετησίων και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων. Το άρθρο 39 της οδηγίας, θέτει τις προδιαγραφές του νέου θεσμικού πλαισίου για τις Επιτροπές Ελέγχου. Ο Κανονισμός ΕΕ αριθ. 537/2014 περιλαμβάνει τις ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος και την κατάργηση της απόφασης 2005/909/ΕΚ τους Επιτροπής.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα του Νόμου 4449/2017, η ύπαρξη Επιτροπής Ελέγχου καθίσταται υποχρεωτική για τις οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 2 (Ορισμοί) του παραπάνω Νόμου.

Κατά παρέκκλιση του παραπάνω ορισμού, οι ακόλουθες οντότητες δημόσιου συμφέροντος δεν υπόκεινται στην υποχρέωση να διαθέτουν επιτροπή ελέγχου:

Α. Οποιαδήποτε οντότητα δημόσιου συμφέροντος αποτελεί θυγατρική κατά την έννοια του Ν. 4308/2014 εφόσον η εν λόγω οντότητα πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου καθώς και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 11 και της παρ. 5 του άρθρου 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 σε επίπεδο ομίλου με εξαίρεση τις θυγατρικές που εμπίπτουν στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 12 του άρθρου 2 και τις θυγατρικές οντοτήτων που εμπίπτουν στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 12 του άρθρου 2,

Β. Οντότητες δημόσιου συμφέροντος που είναι ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 4099/2012 (Α΄ 250) ή οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων ΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του Ν. 4209/2013 (Α΄ 253), και

Γ. Οντότητες δημόσιου συμφέροντος που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην έκδοση τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 περίπτωση 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής.

Όπως αναφέρεται στο σχετικό Νόμο (4449/2017), η Επιτροπή Ελέγχου αποτελείται από τουλάχιστον 3 μέλη, τα οποία είναι μη εκτελεστικά μέλη του ΔΣ ή/και μέλη του, που εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων και πληρούν τους διατάξεις περί ανεξαρτησίας του αρ. 4 του Ν. 3016/2002. Αναφορικά με τις συλλογικές γνώσεις και τα επαγγελματικά προσόντα, ορίζεται ότι τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου στο σύνολό τους, οφείλουν να διαθέτουν επαρκή γνώση στον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται η οντότητα και τουλάχιστον ένα μέλος να είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής εν ενεργεία, σε αναστολή ή συνταξιούχος ή να διαθέτει επαρκή γνώση στην ελεγκτική και λογιστική.

Η εν λόγω Επιτροπή είναι ξεχωριστή και ανεξάρτητη από οποιοδήποτε άλλο όργανο της οντότητας.

Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Ελέγχου ποικίλουν. Ένας από τους πρωταρχικούς ρόλους της είναι η επιλογή και παρακολούθηση της ανεξαρτησίας των ελεγκτών. Πιο συγκεκριμένα, είναι υπεύθυνη για τη διαδικασία επιλογής ΟΕΛ ή ελεγκτικών εταιριών και προτείνει το διορισμό τους, ενώ ταυτόχρονα επισκοπεί και παρακολουθεί την ανεξαρτησία των ΟΕΛ ή των ελεγκτικών εταιριών και ιδίως την καταλληλότητα της παροχής μη ελεγκτικών υπηρεσιών.

Επιπλέον λαμβάνει ετήσια έγγραφη επιβεβαίωση από τον νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο ότι όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα που διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο είναι ανεξάρτητοι και συζητά με τον ελεγκτή, τους κινδύνους για την ανεξαρτησία και τις διασφαλίσεις που εφαρμόζει για τον περιορισμό των εν λόγω κινδύνων και είναι αρμόδια να παρακολουθεί τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και να ενημερώνει το ΔΣ για τα αποτελέσματα αυτού.

Βασικός της σκοπός είναι να επεξηγεί, αφενός, πώς συνέβαλλε ο υποχρεωτικός έλεγχος στην ακεραιότητα της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και αφετέρου, ποιος είναι ο ρόλος της Επιτροπής Ελέγχου στην εν λόγω διαδικασία.

Είναι επιφορτισμένη να παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, διασφάλισης της ποιότητας και της διαχείρισης κινδύνων οντότητας, τη διαδικασία της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και να υποβάλλει συστάσεις ή προτάσεις για την εξασφάλιση της ακεραιότητας. Τέλος, παρακολουθεί και επιθεωρεί την ορθή λειτουργία της Μονάδας Εσωτερικού ελέγχου σύμφωνα με τα επαγγελματικά πρότυπα καθώς και το υφιστάμενο νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο και αξιολογεί το έργο, την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα της, χωρίς ωστόσο να επηρεάζει την ανεξαρτησία της.

Η Επιτροπή συνεδριάζει τακτικά, τουλάχιστον μία φορά κάθε τρίμηνο, ή και έκτακτα και μπορεί να προσκαλεί μέλη της Διοίκησης και οποιοδήποτε άλλο στέλεχος ή εμπειρογνώμονα, η παρουσία του οποίου, κατά την κρίση της, απαιτείται. Η επιτροπή τηρεί πρακτικά και ενημερώνει εγγράφως το ΔΣ για τα αποτελέσματα του ελεγκτικού της έργου. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ενημερώνει επίσης το ΔΣ για το έργο της Επιτροπής στα πλαίσια των συνεδριάσεων του ΔΣ.

Ως αρμόδια εποπτεύουσα αρχή της Επιτροπής Ελέγχου, ορίζεται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η οποία ελέγχει την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 44 του υφιστάμενου νόμου και δύναται να διενεργεί ελέγχους σε εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα, εξαιρουμένων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών εταιριών, για τα οποία ορίζεται ως αρμόδια αρχή η Τράπεζα της Ελλάδος. Σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης των σχετικών διατάξεων η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλλει στα μέλη του ΔΣ ή και στα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 του ν. 3016/2002. Οι κυρώσεις αυτές είναι είτε επίπληξη είτε πρόστιμο από € 3.000 έως € 1.000.000.