Ένα από τα ιδιαίτερα θέματα που εμπίπτουν στη κατηγορία των εργασιακών σχέσεων και ως εκ τούτου χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης και ξεχωριστής νομικής ένδυσης είναι η στράτευση των εργαζομένων και ο χειρισμός της πριν και κατά την στράτευσή τους αλλά και μετά την αποστράτευση τους.
Οι μισθωτοί (είτε πρόκειται για υπαλλήλους, είτε για εργατοτεχνίτες) που απασχολήθηκαν με σύμβαση αορίστου χρόνου τυγχάνουν ειδικής προστασίας η οποία λαμβάνει χώρα τόσο κατά τη διάρκεια της στράτευσης όσο και για ορισμένο χρονικό διάστημα μετά την απόλυση τους από το στρατό. Προϋπόθεση αποτελεί να έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον έξι μήνες εργασίας στον πιο πρόσφατο εργοδότη. Επίσης, δικαιούνται να επανέλθουν στην εργασία τους (στον τελευταίο εργοδότη), με την προϋπόθεση να δηλώσουν στον εργοδότη τους, εντός ενός μήνα μετά την απόλυση τους από τις τάξεις του στρατού, ότι επιθυμούν την ανάληψη υπηρεσίας σε αυτόν και εντός 15 ημερών από την δήλωση τους αυτή να προσέλθουν στην εργασία τους.

Για τον υπολογισμό της εξάμηνης υπηρεσίας του μισθωτού προσμετράται το διάστημα μεταξύ της πρόσληψης στον τελευταίο εργοδότη και της ημέρας που αυτός κλήθηκε στις τάξεις του στρατού. Επιπροσθέτως, ημέρα αποστρατείας θεωρείται η ημέρα χορήγησης στον αποστρατεύοντα μισθωτό το απολυτήριο του στρατού.

Εφόσον ο μισθωτός δεν έχει συμπληρώσει εξάμηνη υπηρεσία στον τελευταίο εργοδότη του, η σύμβαση εργασίας του λύεται την ημέρα που παρουσιάζεται στις τάξεις του στρατού. Επιπλέον, δεν δικαιούται αποζημίωση από τον εργοδότη του καθώς η αποχώρησή του (λόγω της στράτευσης) θεωρείται ως οικειοθελής αποχώρηση.
Όταν πρόκειται για μισθωτό με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και η σύμβαση εργασίας λήγει κατά το διάστημα της στράτευσης, ο τελευταίος εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να τον επαναπροσλάβει μετά την απόλυση του από το στρατό καθώς η σύμβαση του έχει λήξει.

Για τις παραπάνω δύο περιπτώσεις ο εργοδότης υποχρεούται, να καταβάλει ποσό αποζημίωσης αδείας και επιδόματος αδείας ανάλογο με τους μήνες απασχόλησής του.

Η καταγγελία σύμβασης του μισθωτού πριν από την ημέρα παρουσίασής του στις τάξεις του στρατού αλλά και μετά την ημερομηνία πρόσκλησής του στο στράτευμα είναι άκυρη, ανεξάρτητα αν ήταν ή όχι εις γνώση του εργοδότη η ύπαρξη της στρατιωτικής διαταγής με την οποία είχε κληθεί ο μισθωτός να υπηρετήσει.

Εφόσον ο μισθωτός απασχολείτο με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή έργου η οποία κατά το πέρας της στράτευσης του δεν έχει λήξει, τότε ο μισθωτός δικαιούται να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες στον τελευταίο εργοδότη για όσο χρόνο υπολείπεται μέχρι να λήξει η σύμβαση του.

Ο μισθωτός που αποστρατεύεται και επανέρχεται στην εργασία του προστατεύεται για  τουλάχιστον ένα έτος από την ημέρα επανένταξης. Αν ο εργοδότης απολύσει το μισθωτό στο διάστημα που προστατεύεται, τότε ο μισθωτός εκτός από την κανονική αποζημίωση που δικαιούται θα πρέπει να λάβει και ειδική αποζημίωση έξι επιπλέον μηνιαίων μισθών.

Κατά τη χρονική περίοδο που ο μισθωτός βρίσκεται στις τάξεις του στρατού, ο εργοδότης δεν μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας που υπάρχει με το μισθωτό γιατί αυτή βρίσκεται σε υποχρεωτική αναστολή λόγω του ότι ο μισθωτός απουσιάζει αναγκαστικά. Συνεπώς, τυχόν απόλυση θεωρείται άκυρη. Η συγκεκριμένη προστασία ισχύει για όλους τους μισθωτούς που στρατεύονται είτε πρόκειται για εφέδρους είτε για κληρωτούς κλπ. Γενικά, κατά τη διάρκεια της στράτευσης ο μισθωτός δεν δικαιούται αμοιβής από τον τελευταίο εργοδότη του. Ωστόσο, αν ο μισθωτός στρατευθεί ως έφεδρος, τότε, για το διάστημα της στράτευσης ως έφεδρος, έχει τα ίδια δικαιώματα μ' αυτά που θα είχε σε περίπτωση ασθενείας του. Υποχρεούται, δηλαδή, ο εργοδότης να καταβάλει στον εν λόγω μισθωτό αποδοχές ενός (1) μήνα (ή 26 ημερομισθίων) ή μισού (1/2) μήνα (ή 13 ημερομισθίων), ανάλογα με το εάν έχει προϋπηρεσία μεγαλύτερη ή μικρότερη του ενός (1) χρόνου στην επιχείρησή του, με την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος μισθωτός δεν έκανε χρήση άλλου ανυπαίτιου κωλύματος (ασθένειας, ατυχήματος κ.λπ.) μέσα στο ίδιο εργασιακό έτος. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται απλώς 10ήμερη χρονική διάρκεια εργασιακής σύμβασης, αλλά πραγματική παροχή εργασίας για δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες, για να αξιώσει ο μισθωτός την καταβολή μισθού για το διάστημα της επιστράτευσής του. Δεν συνυπολογίζονται, δηλαδή, οι μη εργάσιμες ημέρες, όπως είναι η Κυριακή και οι αργίες, εκτός και αν απασχολήθηκαν αυτές τις ημέρες οι μισθωτοί.
Επιπροσθέτως, για ειδικά θέματα που ανακύπτουν λόγω στράτευσης του μισθωτού, τονίζονται τα εξής:

  • Η χρονική διάρκεια της στράτευσης θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας για τον εργοδότη στον οποίο εργαζόταν ο μισθωτός πριν από την ένταξή του στις τάξεις του στρατού, όχι όμως για εργοδότες για τους οποίους θα παρέχει τις υπηρεσίες του μεταγενέστερα.
  • Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την αποστράτευση του μισθωτού μέχρι την επανένταξή του στην εργασία του προσμετρείται στην προϋπηρεσία του.
  • Ο απολυθείς από το στρατό έχει προθεσμία ενός μήνα να υποβάλει σχετική αίτηση - δήλωση για την επιθυμία του να επανέλθει στην εργασία του. Επίσης, οφείλει εντός δεκαπέντε ημερών από τη δήλωσή του να προσέλθει και να αναλάβει εργασία.
  • Αναφορικά με τη χορήγηση της ετήσιας άδειας διευκρινίζεται ότι ο χρόνος της στράτευσης προσμετρείται για την απόκτηση του δικαιώματος άδειας.
  • Αναφορικά με την καταβολή των Δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές, μόνο για τη χρονική περίοδο που προσέφερε εργασία.