Η άδεια αναψυχής αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό εργασιακό δικαίωμα, καθώς αποσκοπεί στην διακοπή της εργασίας, στην ανάπαυση και την ανάκτηση των δυνάμεων του εργαζομένου. Για το λόγο αυτό κατά το διάστημα της άδειας αναψυχής απαγορεύεται η απασχόληση του μισθωτού σε άλλη εργασία, και παρέχεται εκ του νόμου, στον εργοδότη που απασχόλησε αδειούχο μισθωτό, το δικαίωμα να μην καταβάλλει την αμοιβή του εργαζομένου. Η σημασία που δίνει ο νομοθέτης προκύπτει και από το γεγονός ότι κατά την άδεια απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβαση εργασίας. Το νομικό πλαίσιο της άδειας αναψυχής περιλαμβάνεται στον Α.Ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι με Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτητικές Αποφάσεις έχουν προβλεφθεί και ευνοϊκότεροι όροι, αναφορικά με τι δικαιούμενες ημέρες άδειας ή το επίδομα αδείας.  Ωστόσο στην παρούσα ανάπτυξη θα ασχοληθούμε με τις ρυθμίσεις του βασικού νομοθετήματος για την άδεια αναψυχής ήτοι του Α.Ν. 539/1945.

Α. Ημέρες άδειας

Με βάση τον Α.Ν. 539/1945 οι ημέρες άδειας που δικαιούνται οι μισθωτοί συναρτώνται από τη διάρκεια της απασχόλησης τους. Πιο συγκεκριμένα:

  • Πρώτο ημερολογιακό έτος

Μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, δηλαδή έως 31/12 ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει άδεια στον εργαζόμενο αναλογία άδειας η οποία υπολογίζεται βάσει 20 ημερών άδειας στην περίπτωση που ακολουθείται το πενθήμερο σύστημα εργασίας και βάσει 24 ημερών άδειας στην περίπτωση που ακολουθείται εξαήμερο σύστημα εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση που ακολουθείται εξαήμερο σύστημα απασχόλησης για κάθε μήνα απασχόλησης ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει 2 ημέρες άδεια (24:12). Αντίστοιχα στην περίπτωση του περίπτωση του πενθημέρου χορηγείται αναλογία άδειας που προκύπτει από το κλάσμα 20:12 με στρογγυλοποίηση του γινομένου που προκύπτει, ή άδεια δύο ημερών κάθε μήνα, μέχρι εξαντλήσεως του συνολικού αριθμού.

  • Δεύτερο ημερολογιακό έτος

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει στον μισθωτό άδεια τμηματικά ανάλογα με το χρόνο απασχόλησης του. Από την συμπλήρωση 12 μηνών απασχόληση άδεια προσαυξάνεται κατά 1 ημέρα. Συνεπώς μέχρι την λήξη του ημερολογιακού έτους ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει συνολικά 21 ημέρες άδειας αν απασχολείται με πενθήμερο σύστημα εργασίας και 25 ημέρες αν απασχολείται με εξαήμερο. Ειδικότερα, και κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η αναλογία στην περίπτωση του εξαημέρου προκύπτει από το κλάσμα 24:12 και είναι δύο ημέρες ανά μήνα απασχόλησης, ενώ στην περίπτωση του πενθημέρου η αναλογία προκύπτει από το κλάσμα 20:12 με στρογγυλοποίηση του γινομένου. Από τη συμπλήρωση 12μήνου απασχόλησης έως το τέλος του δεύτερου ημερολογιακού έτους η δικαιούμενες ημέρες άδειας κατά μήνα προκύπτουν στην περίπτωση του εξαημέρου από το κλάσμα 25/12, ενώ στην περίπτωση του πενθημέρου από το κλάσμα 21:12.

  • Τρίτο ημερολογιακό έτος και εξής

Από το τρίτο ημερολογιακό έτος και στο εξής ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει την ολόκληρη την άδεια του, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή του έτους, ακόμα και την 01/01. Μετά τη συμπλήρωση 24 μηνών απασχόλησης ο εργαζόμενος δικαιούται 22 ημέρες άδειας, εάν εργάζεται με πενθήμερο σύστημα και 26 ημέρες άδειας αν εργάζεται με εξαήμερο.

Στην περίπτωση των μισθωτών που έχουν συμπληρώσει 12 χρόνια εργασίας ή 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη ο υπολογισμός της άδειας λαμβάνει χώρα με βάση τις 25 ημέρες στην περίπτωση του πενθημέρου και τις 30 στην περίπτωση του εξαημέρου. Από την συμπλήρωση 25 ετών υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας, προστίθεται μία ακόμα ημέρα άδειας, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να δικαιούται 26 ημέρες άδειας στην περίπτωση του πενθημέρου και 31 ημέρες άδειας στην περίπτωση του εξαημέρου.

Β. Χρονικό σημείο λήψης άδειας

Ο χρόνος χορήγησης της άδειας είναι, κατ’ αρχήν, ζήτημα διακανονισμού μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη. Ωστόσο οι μισοί μισθωτοί πρέπει να λάβουν άδεια το διάστημα από 1η Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια μέσα σε διάστημα δύο μηνών από τότε που ο μισθωτός διατυπώσει αίτημα για λήψη άδειας. Επιπλέον η άδεια αναψυχής είναι υποχρεωτικό να χορηγηθεί πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, ακόμα και αν δεν το έχει ζητήσει ο μισθωτός, και δεν μεταφέρεται στο επόμενο έτος.

Γ. Κατάτμηση αδειών

Σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο το πρώτο και το δεύτερο ημερολογιακό έτος απασχόλησης του μισθωτού η άδεια χορηγείται τμηματικά, ενώ από το τρίτο ημερολογιακό έτος και εξής, ο μισθωτός έχει δικαίωμα να λάβει την ολόκληρη την άδεια του από 01/01. Κατά κανόνα η άδεια χορηγείται αυτούσια. Ωστόσο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάτμηση της άδειας σε περίπτωση ιδιαίτερα σοβαρής και επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, σε δύο περιόδους εντός του ημερολογιακού έτους. Σε αυτή την περίπτωση η πρώτη περίοδος άδειας που χορηγείται δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 6 εργάσιμες ημέρες επί εξαήμερης απασχόλησης και 5 ημέρες από πενθήμερης απασχόλησης ή 12 ημέρες για ανήλικους εργαζόμενους. Επίσης επιτρέπεται η κατάτμηση της άδειας σε περισσότερες των δύο περιόδων με έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, υπό την προϋπόθεση ότι χορηγείται ενιαίο τμήμα άδειας 10 ημερών στην περίπτωση του πενθημέρου, 12 ημερών στην περίπτωση του εξαημέρου και 12 ημερών στην περίπτωση των ανηλίκων εργαζομένων.

Δ. Συνέπειες από τη μη χορήγηση άδειας.

Τέλος, σε περίπτωση που εργοδότης δεν χορηγήσει άδεια στο μισθωτό υφίσταται αστικές και ποινικές κυρώσεις. Ειδικότερα:

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 7 του Α.Ν. 539/1945 οι παραβάτες τη νομοθεσίας για την χορήγηση άδειας αναψυχής τιμωρούνται μη χρηματική ποινή και με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες. Επιπλέον σε περίπτωση μη χορήγησης άδειας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τις αποδοχές αδείας απλές μεν αν δεν υπάρχει πταίσμα και προσαυξημένες κατά 100% αν υπάρχει πταίσμα του εργοδότη. Από τη νομολογία έχει κριθεί ότι πταίσμα του εργοδότη δεν αποτελεί μόνη η μη χορήγηση της αδείας. Αντίθετα υφίσταται πταίσμα του εργοδότη, και ως εκ τούτου υποχρέωση του να καταβάλλει τις αποδοχές αδείας προσαυξημένες 100% στην περίπτωση που ο εργαζόμενος ζήτησε την άδεια του και ο εργοδότης αρνήθηκε να την χορηγήσει ή όταν η άδεια δεν χορηγήθηκε λόγω αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών.